- περιττωμάτων
- περισσωμάτων , περίσσωμαthat which is over and aboveneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκάθαρση — η (AM ἀποκάθαρσις, εως) 1. ο πλήρης καθαρισμός 2. ο εξαγνισμός, η εξιλέωση 3. απέκκριση, αποβολή περιττωμάτων αρχ. μσν. η σκουριά … Dictionary of Greek
απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… … Dictionary of Greek
αποπάτηση — η (ἀποπάτησις) αποβολή περιττωμάτων, αφόδευση … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη … Dictionary of Greek
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
κοπρανοκαλλιέργεια — η ιατρ. καλλιέργεια τού παθογενούς παράγοντα λοιμώδους νόσου, συνήθως τού πεπτικού συστήματος, με την τοποθέτηση σε κατάλληλο θρεπτικό μέσον μικρής ποσότητας περιττωμάτων τού ασθενούς, αλλ. καλλιέργεια κοπράνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν.… … Dictionary of Greek
κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek
κοπρολαγνεία — η ιατρ. σεξουαλική απόκλιση που χαρακτηρίζεται από γενετήσια διέγερση η οποία προκαλείται με τη θέα, την όσφρηση ή την ψηλάφηση τών περιττωμάτων τού ερωτικά επιθυμητού ατόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolagnia < copro (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοπροσφαιρίδια — τα (παλαιοντ.) απολιθωμένα υπολείμματα περιττωμάτων, ασπόνδυλων κυρίως οργανισμών, τα οποία απαντούν σε ιζηματογενή πετρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fecal pellets] … Dictionary of Greek